- λογαριαστής
- ο (Μ λογαριαστής) [λογαριάζω]νεοελλ.λογιστήςμσν.1. (ως αυλικός τίτλος) λογαράς*, λογιστής2. καλός κατασκευαστής, καλλιτέχνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογαριαστής — ο αυτός που κάνει τους λογαριασμούς, ο λογιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Megas logothetes — The megas logothetēs (Greek: μέγας λογοθέτης) or Grand Logothete, was an official supervising all the sekreta (the Byzantine Empire s fiscal departments). The post was first established by Emperor Alexios I Komnenos (r. 1081–1118) as the… … Wikipedia